Καταστέ(γ)ι λέγεται το σκεπαστό πέρασμα για τους διαβάτες και για τα ζώα εντός των οικισμών. Στον ελληνικό χώρο, τα ιδιαίτερα αυτά περάσματα είναι γνωστά και ως διαβατικά ή σκεπαστά. Πρόκειται για κατασκευές (βεράντες ή δωμάτια) πάνω από τα σοκάκια του οικισμού. Η ανέγερσή τους γινόταν είτε μέσω γεφύρωσης του περάσματος με τη χρήση δοκίδων από ξυλεία είτε υποστηριζόμενη από την κατασκευή πέτρινων αψίδων και τη γεφύρωση του μεταξύ τους ανοίγματος, δια της κατασκευής πατώματος και τοίχων. Τα καταστέ(γ)ια συνέδεαν τα δώματα κτιρίων εκατέρωθεν ενός μονοπατιού, που ανήκαν συνήθως στην ίδια οικογένεια, δημιουργώντας αυλές ή βεράντες (λιακωτά) για χρήσεις νοικοκυριού. Σε πολλές περιπτώσεις ο χώρος αυτός οικοδομούνταν για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών της οικογένειας και χρησιμοποιείτο ως επιπλέον δωμάτιο προκειμένου να εξοικονομηθεί οικοδομήσιμος χώρος, δεδομένου ότι τα οικόπεδα εντός των οικισμών είναι μικρά.
Τα καταστέ(γ)ια είχαν επιπλέον αμυντική χρήση ενάντια σε εισβολείς (πχ πειρατές), μιμούμενα τις εισόδους των οχυρωματικών κατασκευών όπως είναι τα κάστρα. Σε συνδυασμό με τη δαιδαλώδη ανάπτυξη των οικισμών, τα καταστέγια ή διαβατικά συνέβαλαν συμπληρωματικά στον αποπροσανατολισμό των εισβολέων, προκαλούσαν φόβο μέσω της στενότητας τους, αλλά και λειτουργούσαν ως σημεία επίθεσης μέσω ανοιγμάτων στα πατώματα.
Από βιοκλιματικής άποψης τα περάσματα αυτά συμβάλλουν θετικά στο δροσισμό των οικισμών, δημιουργώντας ψυχρά σημεία, ενώ επιταχύνουν την ταχύτητα κίνησης του αέρα μέσω της έντονης θερμοκρασιακής διαφοράς ζεστών και δροσερών σημείων στους οικισμούς. Επιπρόσθετα τα καταστέ(γ)ια δημιουργούν στεγασμένους υπαίθριους χώρους που είναι προστατευμένοι από τη βροχή και το μεσημεριανό δυνατό καλοκαιρινό ήλιο, αποτελώντας απάγκιο για ανθρώπους και παλιότερα για ζώα. Το εσωτερικό των χώρων άνω των περασμάτων δροσίζεται μέσω της ροής του αέρα από την ξυλεία του πατώματος, ενώ εξασφαλίζεται καλύτερη ανανέωση του αέρα, πολλές φορές χρήσιμη για τη διατήρηση τροφίμων ή άλλων αγαθών που κινδυνεύουν από την υγρασία.
Καταστέ(γ)ι στη Χώρα
Η οξυκόρυφη αψιδωτή καμάρα, πιθανά αρχιτεκτονικό ενετικό στοιχείο το οποίο συναντάται σε ιταλικές πόλεις και πιθανόν προέρχεται από την Ενετοκρατία., στηρίζεται σε λίθινη προβολική βάση και εξασφαλίζει τη στήριξη για το λίθινο τοίχο της κατοικίας πάνω από το πέρασμα.
Τα εγκάρσια ξύλινα δοκάρια που χρησιμοποιούνται δημιουργούν τη βάση για το πάτωμα του δωματίου. Τα δοκάρια αυτά στηρίζονται στις τοιχοποιίες των κτιρίων που δημιουργούν το πέρασμα. Η ξυλεία συνήθως ήταν εισαγόμενη από άλλα μέρη της Ελλάδας, ωστόσο υπάρχουν αναφορές για τη χρήση ξυλείας αρκεύθου , (Φοινικική Άρκευθος-Juniperus phoenicea) η οποία είναι αυτοφυής στο νησί. Τα κομμάτια ξυλειάς αρκεύθου ονομάζονται και φίδες, λόγω του παράξενου, σαν φίδι, σχήματος του κορμού τους. Πάνω στα ξύλινα δοκάρια τοποθετούνται ξύλινα μαδέρια που δημιουργούν το πάτωμα του δωματίου. Συνήθως η τελική επιφάνεια του πατώματος εσωτερικά διαστρώνεται με μία επιπλέον στρώση ξυλείας , λίθινες σχιστόπλακες ή κεραμικά πλακίδια . Για την μόνωση, στο ενδιάμεσο τμήμα μεταξύ των ξύλινων δοκών και των λίθινων πλακών χρησιμοποιούνται αρμαθιές φυκιών ή καλαμιές.