Η κεραμική στην Κύθνο
Η αγγειοπλαστική και η κεραμοποιία άνθισαν στην Κύθνο από τα μισά του 19ου αιώνα έως τα τέλη του 20ού αιώνα με το πέρασμα αλλά και τη μόνιμη εγκατάσταση Σιφνιών αγγειοπλαστών (τσουκαλάδων) στο νησί. Δεν είναι τυχαία η ονομασία της περιοχής Σιφνιού, η οποία είναι πλούσια σε εξαιρετικής ποιότητας αργιλόχωμα αποτελώντας τόπο εξόρυξης για τους αγγειοπλάστες.
Κατά την περίοδο 1850 – 2001 στο νησί λειτούργησαν έντεκα κεραμοκάμινα και συγκεκριμένα στη Δρυοπίδα, στον Μαθιά, στις Λεύκες, στην Κανάλα, στον Άγιο Δημήτριο και στον Μέριχα. Τα αγγειοπλαστεία που βρίσκονταν κοντά στις παραλίες ανέπτυξαν και εξαγωγικό εμπόριο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Κεραμικά της Κύθνου έχουν ταξιδέψει σε αρκετές νησιωτικές περιοχές όπως στη Σύρο, τη Σέριφο, τη Μήλο ακόμη και στη μακρινή Κρήτη, αναπτύσσοντας έτσι και ένα είδος ανταλλακτικής οικονομίας μεταξύ των νησιών. Οι αγγειοπλάστες πολλές φορές αμείβονταν σε είδος, ανταλλάσσοντας τα κεραμικά τους με προϊόντα που μεταφέρονται με τα καϊκια, για παράδειγμα λάδι από την Κρήτη, σαπούνι από τη Μήλο, έπιπλα από τη Σύρο.
Τα κεραμικά στην καθημερινότητα των Θερμιωτών
Τα κεραμικά αντικείμενα κατείχαν στο παρελθόν κυρίαρχη θέση όχι μόνο ως χρηστικά σκεύη στην καθημερινότητα αλλά και ως μέσα σε έθιμα και γιορτές.
Την Πρωτοχρονιά «μόλις θε να ξημερώσει, έχυναν το νερό της στάμνας και πήαιναν στο πηάδι να τη γεμώσουν με φρέσκο νερό, για να ‘ναι δροσεροί ούλο το χρόνο»
Την άνοιξη πριν την έναρξη των τυροκομικών εργασιών, οι κτηνοτρόφοι πρόσφεραν στους άρχοντες αλλά και στους φτωχούς του χωριού γάλαμε τον «κουργιαλό», το πήλινο σκεύος με το οποίο μετέφεραν αποκλειστικά γάλα. Ο ευεργετούμενος έστελνε πίσω το άδειο κεραμικό άπλυτο, αφού έριχνε λίγη ζάχαρη.
Χρήση κεραμικών παρατηρείται και στα έθιμα του γάμου, της βάφτισης, της γέννηση, του θανάτου αλλά και στο έθιμο του ξεκαμινιάσματος των κεραμικών. Όταν σβήσει το καμίνι και σπάσουν την «καμάρα», την είσοδο δηλαδή του καμινιού, ο τσουκαλάς «παίρνει ένα πήλινο, το σπα στης γης και λέει: «Να πάνε κατά του πρώτου»! Εύχεται δηλαδή να σπάσουν γρήγορα τα νέα κεραμικά ώστε να υπάρξει νέα παραγωγή και συνεπώς νέες πωλήσεις.
Το Καμίνι του Μήλα
Η Δρυοπίδα της Κύθνου είναι ένα χωριό με παράδοση στην κεραμική τέχνη. Οι κεραμοσκεπές των σπιτιών, φαινόμενο ασυνήθιστο στα κυκλαδονήσια, μαρτυρούν τη δραστηριότητα αυτή.
Βρίσκεστε στο παλιό κέντρο του χωριού, όπου εδώ βρίσκονταν το Δημαρχείο, το υδραγωγείο και το μεγαλύτερο αγγειοπλαστείο: το αγγειοπλαστείο της οικογένειας Μήλα. Οι αγγειοπλάστες της οικογένειας που εκπροσωπούν 6 συνεχόμενες γενιές εργάζονταν εδώ από το 1850 καλύπτοντας της ανάγκες του χωριού αλλά και της Χώρας. Κατασκευάζουν κυρίως στάμνες για το νερό, ψέλια (κυψέλες μελισσών), κεραμίδια αλλά και πολλά άλλα χρηστικά αντικείμενα.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Αντώνης Μήλας διδάσκει την τέχνη στον γιο του Μανώλη, του παραχωρεί το καμίνι στη Δρυοπίδα και χτίζει ένα δεύτερο καμίνι στη νότια πλευρά του νησιού, στον Άγιο Δημήτριο, όπου εκεί κατασκευάζει μάλιστα τον πρώτο τύπο ορθογώνιου καμινιού και μεγαλύτερης χωρητικότητας. Τον Μανώλη διαδέχεται ο γιος του Γιάννης (1917-) ο οποίος ταξίδεψε για λίγο στην Αθήνα προκειμένου να βελτιώσει τις τεχνικές του γνώσεις και επέστρεψε στο νησί όπου οργάνωσε συστηματικότερα το αγγειοπλαστείο της Δρυοπίδας και υπηρέτησε την τέχνη έως τα 80 του. Αναφορά πρέπει να γίνει και στη σύζυγό του, την Κατερνιώ Μήλα, η οποία είναι από τις λιγοστές γυναίκες που δούλεψαν σε καμίνια. Ο γιος τους Μανώλης, πέμπτη γενιά, τη δεκαετία του ’70 εκσυγχρονίζει το καμίνι κατασκευάζοντας νέα δεξαμενή (καρούτα) και τοποθετεί ηλεκτροκίνητο μηχανισμό με προπέλα για την παρασκευή του πηλού. Επιπλέον, αντικαθιστά τον κοπιαστικό ποδοκίνητο τροχό με ηλεκτρικό, διατηρώντας ωστόσο τον παραδοσιακό τρόπο όπτησης των κεραμικών. Ο γιος του αργότερα, ο Μανώλης εκπρόσωπος της έκτης γενιάς ξεχώρισε για τις δημιουργικές του ικανότητες και την καλλιτεχνική έφεση, με τα κεραμικά του να διακρίνονται για τις καλοδουλεμένες φόρμες.
Με τον νεαρό Γιάννη κλείνει μια μακρόχρονη ιστορία κεραμικής δραστηριότητας στην Κύθνο, αφού είναι ο τελευταίος αγγειοπλάστης του νησιού.
«Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος, που’χε καμίνι, όπως καλή ώρα έχει ο Γιάννης ο Μήλας. Όταν αυτός ο άνθρωπος ξεκαμίνιαζε, πήε μια γριά, του’κλεψε ένα τσουκαλάκι και το ‘βαλε κρυφά κάτω από την αμασχάλη της. Έλα όμως που την ξάνοιξε ο Λάζαρος να το κλέβει…Γι’αυτό πήε κοντά τσης, χαμογέλασε και τση πε: Ε γρια, χώμα είσαι και χώμα κλέβεις…» (Αφήγηση: Κατερνιώ Μαρτίνου).