Ο ανεμόμυλος του Τζιωτάκη είναι ο πιο καλοδιατηρημένος μύλος που δεσπόζει σήμερα στο σύμπλεγμα των ανεμόμυλων της Δρυοπίδας. Χτισμένος περίπου 1910 από πέτρα, με ξύλινη κωνική στέγη και ύψος περίπου 6 μέτρα. Ο κ. Αντώνης Βιτάλης, γαμπρός του Τζιωτάκη και ο τελευταίος μυλωνάς που εργάστηκε εκεί για 14 χρόνια γνωρίζει με κάθε λεπτομέρεια όπως ο ίδιος μας εξιστορεί «τα πάντα γύρω από την κατασκευή, τη λειτουργία μέχρι και το τελευταίο του καρφί. Ο ανεμόμυλος είναι ένα ξύλινο εργοστάσιο».
Ο ανεμόμυλος, εξηγεί, αποτελείται από τρία πατάρια. Στο κάτω πατάρι γινόταν οι αποθήκευση των σιτηρών, στο μεσαίο υπήρχε το τιμόνι και στο τρίτο πατάρι βρισκόταν το αξόνι, μήκους 7 μέτρων, το σύστημα δηλαδή μετάδοσης της κίνησης. Εκεί καθόταν ο μυλωνάς για να ελέγχει το τιμόνι και να καθορίζει το πόσο λεπτό ή χοντρό θα βγει το αλεύρι μετακινώντας τη μυλόπετρα.
Η κινητή περιστρεφόμενη σκεπή, γνωστή ως «τρούλα» με την οποία συνδέεται ο μηχανισμός της φτερωτής διαθέτει 4 αντένες, τα δοκάρια που χρησίμευαν για την ανάρτηση των πανιών, μήκους 5-6 μέτρα. Εκεί τοποθετούνταν τα πανιά και έτσι ολοκληρωνόταν η αρματωσιά. Ανάλογα με την κατεύθυνση και την ένταση του ανέμου, ο μυλωνάς διόρθωνε τη θέση της αρματωσιάς και της σκεπής και ανοιγόκλεινε τα πανιά.
Τα μυλοτόπια
Οι ανεμόμυλοι γύρω από τον οικισμό βρίσκονται κατά κανόνα σε ομάδες στα λεγόμενα μυλοτόπια και δεν ακολουθούν κάποια γραμμική πορεία αλλά βρίσκονται στις κορυφές των γύρω λόφων. Ο χώρος γύρω από κάθε μύλο έπρεπε να μένει ελεύθερος για να μην εμποδίζεται η φυσική ροή των ανέμων και να μένει ελεύθερο το αλεστικό μέτωπο. Οι μύλοι επηρέασαν και τη ρυμοτομία των περιοχών που χτίζονταν, καθώς έπρεπε να υπάρχει ικανή δίοδος προς αυτούς, έτσι ώστε να φτάνουν εύκολα τα φορτωμένα ζώα.
Μπύρα…από την Κύθνο
Το κριθάρι της Κύθνου ήταν μοναδικό, δεν ευδοκιμούσε σε άλλο νησί και χαρακτηριζόταν υψηλής ποιότητας. Η καλλιέργειά του έφτανε όχι μόνο για το νησί αλλά και για εξαγωγές και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μέχρι και την δεκαετία του ’70, η γνωστή ζυθοποιία Φιξ απορροφούσε σχεδόν όλη την παραγωγή (περίπου 200 τόνους ετησίως) από την Κύθνο για τις μπύρες της. Τον Σεπτέμβριο οι μυλωνάδες φόρτωναν τα γαϊδούρια με τους σάκους που είχαν υφάνει οι γυναίκες τους και τα πήγαιναν στα τότε λιμάνια (Κανάλα, Επισκοπή, Αγ. Στέφανο, Σκύλο, Γαϊδουρόμαντρα, Αγ. Δημήτρη, Φλαμπούρια) όπου περίμεναν οι βάρκες να τα μεταφέρουν στην Αθήνα.
Ο μυλωνάς
Το επάγγελμα του μυλωνά ήταν κλειστό αφού η τεχνογνωσία πέρναγε σχεδόν αποκλειστικά από τον πατέρα στο γιο ή από τον πεθερό στον γαμπρό. Ήταν μία δουλειά δύσκολη και μοναχική και αποκλειστικά για άντρες. Απαιτούσε σωματική δύναμη για να μπορεί ο μυλωνάς να μετακινεί τη στέγη κόντρα τον άνεμο, να σηκώνει βάρος αλλά και να συντηρεί καθαρές τις μυλόπετρες.
Ξεκινούσε στις 5 το πρωί και ανάλογα τον καιρό μπορεί να δούλευε μέχρι το βράδυ. Με Βοριά, που θεωρείτο ο ιδανικότερος άνεμος για άλεσμα μπορούσε να βγάλει έως και 50 κιλά αλεύρι την ώρα.
Η αμοιβή του ήταν συνήθως το 10% από την παραγωγή γι’αυτό και έπρεπε να είναι προσεκτικός και δίκαιος στις συναλλαγές του. Φρόντιζε να μην ανακατευτούν τα αλέσματα των πελατών του, γι' αυτό τα έβαζε χώρια και τα σημάδευε. Τις περισσότερες φορές φόρτωνε ο ίδιος τα αλέσματα και τα μετέφερε στα σπίτια των πελατών του.